- χενόσιρις
- -ίριδος, ὁ, Ααιγυπτιακή ονομασία τού κισσού («καὶ παρ' Αἰγυπτίοις λέγεται χενόσιρις ὁ κιττὸς ὀνομάζεσθαι, σημαίνοντος τοῡ ὀνόματος, ὥς φασι, φυτὸν Ὀσίριδος», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγυπτιακό h'-n-ỉsr «φυτό τού Οσίριδος»].
Dictionary of Greek. 2013.